καμαρίλα

καμαρίλα
η
1. το σύνολο τών αυλικών και τών ατόμων τού άμεσου περιβάλλοντος τών βασιλέων ή ηγεμόνων, που τούς επηρεάζουν ανεύθυνα αλλά αποφασιστικά και παίζουν παρασκηνιακό ρόλο στη διακυβέρνηση τής χώρας
2. (κατ' επέκτ.) άτομα που περιστοιχίζουν ένα ισχυρό πρόσωπο ή που κατέχουν κάποιο αξίωμα ή εξέχουσα θέση και επιδρούν αφανώς στη λήψη αποφάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. camarilla < λατ. camara «αψίδα, θόλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμαρίλα — η (λ. ισπαν.), τα άτομα που αποτελούν το περιβάλλον του ηγεμόνα και επιδρούν στις αποφάσεις του, μυστικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”