- καμαρίλα
- η1. το σύνολο τών αυλικών και τών ατόμων τού άμεσου περιβάλλοντος τών βασιλέων ή ηγεμόνων, που τούς επηρεάζουν ανεύθυνα αλλά αποφασιστικά και παίζουν παρασκηνιακό ρόλο στη διακυβέρνηση τής χώρας2. (κατ' επέκτ.) άτομα που περιστοιχίζουν ένα ισχυρό πρόσωπο ή που κατέχουν κάποιο αξίωμα ή εξέχουσα θέση και επιδρούν αφανώς στη λήψη αποφάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. camarilla < λατ. camara «αψίδα, θόλος»].
Dictionary of Greek. 2013.